Edit Content

Σχετικά με εμάς

Οι «ΣΠΑΡΤΙΑΤΕΣ» είναι ο πολιτικός φορέας της αναγεννημένης Εθνικής Πατριωτικής Δεξιάς, που μέσα από το πολίτευμα της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας αγωνίζεται για την ισονομία και την ισοτιμία όλων των Ελλήνων πολιτών.

Επικοινωνήστε μαζί μας

 Ομιλία του Προέδρου της Κ.Ο. «ΣΠΑΡΤΙΑΤΕΣ», Βασιλείου Στίγκα, σχετικά με το Νομοσχέδιο για το νέο Ποινικό Κώδικα

Στην Ολομέλεια της Βουλής συνεχίζεται η συζήτηση της αναμόρφωσης των Ποινικών Κωδίκων που προωθούν ο υπουργός Δικαιοσύνης της Κυβέρνησης Μητσοτάκη, Γιώργος Φλωρίδης και ο Υυφυπουργός, Γιάννης Μπούγας για την φερόμενη αυστηροποίηση των ποινών και επιτάχυνση έκδοσης δικαστικών αποφάσεων.

Το Νομοσχέδιο θα τεθεί σήμερα Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2024 σε ψηφοφορία με την αντιπολίτευση να καταγγέλλει και να δηλώνει ότι θα το καταψηφίσει.

Παραθέτουμε το περιεχόμενο της ομιλίας του Προέδρου της Κ.Ο. «ΣΠΑΡΤΙΑΤΕΣ», Βασιλείου Στίγκα, με τα όσα ανέφερε σχετικά με το Σχέδιο Νόμου του υπουργείου Δικαιοσύνης:

«Ένα ακόμη νομοθετικό έκτρωμα με πυρήνα τις παρεμβάσεις στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας πρόκειται να τεθεί σε ψηφοφορία.

Το νομοσχέδιο που συζητάμε σήμερα αποδεικνύει περίτρανα ότι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας πάσχει βαριά από δύο επικίνδυνες πολιτικές ασθένειες: από αυταρχισμό και από ποινικό λαϊκισμό.

Ακούστε ποιο είναι το τέχνασμα που εφαρμόζει αυτή η υποκριτική κυβέρνηση, η οποία κοροϊδεύει ανερυθρίαστα τον ελληνικό λαό:

Από την μια πλευρά βάζει τα συστημικά παπαγαλάκια των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης να παρουσιάζουν όσο γίνεται πιο διογκωμένη την εγκληματικότητα, ώστε να κατασκευάζει θυμωμένα ακροατήρια πολιτών που διψούν για επιβολή του αυταρχικού δόγματος:

«νόμος και τάξη»,

το οποίο είναι το αδελφάκι της εξίσου αυταρχικής θεωρίας της «μηδενικής ανοχής».

Έτσι, οι πολίτες που αισθάνονται βαριά την σκιά από τον τεχνηέντως προκαλούμενο φόβο του εγκλήματος είναι πανέτοιμοι να ακούσουν την ανακουφιστική είδηση ότι η κυβέρνηση φέρνει στην Βουλή έναν σκληρό νόμο που θα συμβάλει τάχα στην μείωση ή την εξάλειψη της εγκληματικότητας.

Στην συνέχεια, οι πολίτες αυτοί θα ανταμείψουν τον κ. Μητσοτάκη, τον κ. Φλωρίδη και όλο το επιτελείο της κυβέρνησης που είχαν τα δήθεν θαρραλέα αντανακλαστικά να πάρουν στα χέρια τους το δρεπάνι της αυστηρής ποινικής μεταχείρισης και να εξουδετερώσουν την πηγή ανασφάλειας του πολίτη.

Ξεχνούν, όμως, ότι από την δρακόντεια αντιφιλελεύθερη πολιτική κατά του εγκλήματος κινδυνεύουν πλέον πανεύκολα να βρεθούν και οι ίδιοι πίσω από τα κάγκελα της φυλακής.

Οι μόνοι που δεν διατρέχουν τέτοιον κίνδυνο είναι, προφανώς, εκείνοι που ακόμη και για κολοσσιαία εγκλήματα, όπως αυτό των Τεμπών, βρίσκονται στο τιμωρητικό απυρόβλητο.

Από την άλλη πλευρά, η ίδια κυβέρνηση είναι, ταυτοχρόνως, παντελώς απρόθυμη να μεριμνήσει για δομές πρόληψης του εγκλήματος.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι φωτιές που κατά την διάρκειά της θητείας της κοντεύουν να μετατρέψουν την Ελλάδα σε ένα απέραντο καταθλιπτικό τοπίο μαύρου χρώματος.

Αντί, λοιπόν, ο πρωθυπουργός και οι αρμόδιοι υπουργοί να φροντίσουν ήδη από τώρα να έχουν εκπονήσει ένα στρατηγικό σχέδιο για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του κινδύνου πυρκαγιάς μέσα στο επόμενο καλοκαίρι, αλλά και για να δικαιολογήσουν την απύθμενη καταστροφή που προκλήθηκε στα δάση μας το προηγούμενο καλοκαίρι.

Επιχειρούν να θολώσουν τα νερά δίνοντας στους πολίτες την εντύπωση ότι για όλα φταίνε οι μέχρι πρότινος δήθεν χαμηλές ποινές που επισύρουν οι διατάξεις οι σχετικές με την τέλεση εμπρησμού εκ προθέσεως ή εξ αμελείας.

Άραγε μετά τον ζοφερό απολογισμό που θα κάνουμε στο τέλος του επόμενου καλοκαιριού, όταν η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας θα έχει αφήσει να καούν όσα πράσινα δάση απέμειναν, θα έρθουμε πάλι εδώ για να συζητήσουμε την νέα αυστηροποίηση των σχετικών διατάξεων περί εμπρησμού;

Μακάρι να κάνω λάθος, αλλά πολύ φοβούμαι πως ό,τι δεν κάηκε πέρσι, θα γίνει παρανάλωμα του πυρός φέτος!
Και μετά θα τα ρίξουμε πάλι στους εμπρηστές που δεν συνετίστηκαν από την αυστηροποίηση του εγκλήματος του εμπρησμού.

Φυσικά, υπάρχει πάντοτε και η εναλλακτική δικαιολογία της δήθεν ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής για να συγκαλύπτει την δόλια ανικανότητα της κυβέρνησης.

Σε ό,τι αφορά, όμως, το πρόβλημα των πυρκαγιών, αυτήν την φορά το ποτήρι της κυβερνητικής υποκρισίας ξεχείλισε με μια πρωτοφανή ορμή αντισυνταγματικότητας.

Διότι οι αόρατοι φωστήρες αυτού του εκτρωματικού νομοσχεδίου δεν είχαν την παραμικρή αναστολή να θεσπίσουν ως παρεπόμενη ποινή την δυνητική δήμευση τμήματος της περιουσίας του δράστη και των συμμετόχων του.

Εδώ δηλαδή έχουμε να κάνουμε με μια δήμευση που πρώτον είναι γενική, δεύτερον είναι άσχετη προς το τελεσθέν έγκλημα και τρίτον έχει αποζημιωτικό χαρακτήρα, ενώ μιλάμε για ποινικά δικαστήρια που από την φύση τους δεν επιδικάζουν αποζημιώσεις αλλά επιβάλλουν ποινή.

Η θέσπιση μιας τέτοιας δήμευσης θα έπρεπε να είναι προφανές ότι κουρελιάζει το Σύνταγμα και, ειδικότερα, την αρχή του κράτους Δικαίου.
Κατάφωρη παραβίαση του Συντάγματος, όμως, δεν έχουμε μόνο στην περίπτωση της δήμευσης αλλά και σε αυτήν του αναπάντεχου ψαλιδίσματος του ρόλου των ενόρκων:

Παρότι το Σύνταγμα στο άρθρο 97 παράγραφο 1 προβλέπει ρητώς ότι:

«Tα κακουργήματα δικάζονται από μικτά ορκωτά δικαστήρια που συγκροτούνται από τακτικούς δικαστές και ενόρκους, όπως νόμος ορίζει», βάσει του υπό συζήτησιν νομοσχεδίου οι ένορκοι θα αποδεσμεύονται μετά την απόφαση επί της ενοχής!

Τέτοιες αντισυνταγματικές νομοθετικές πρωτοβουλίες τροφοδοτούν την βάσιμη υπόνοια ότι η παρούσα κυβέρνηση ανήκει στην κατηγορία των ψευτοδημοκρατικών καθεστώτων.

Ποιο είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα ενός ψευτοδημοκρατικού καθεστώτος;

Ότι «για το ξεκάρφωμα» τηρεί τους δημοκρατικούς τύπους, αλλά στην ουσία του πράγματος υποσκάπτει ύπουλα τις δημοκρατικές και φιλελεύθερες εγγυήσεις.

Υπό αυτό το πρίσμα, το περίφημο Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το ελλειμματικό κράτος δικαίου.

Στην πραγματικότητα ήταν ένα χάδι σε σύγκριση με τις πολύ σοβαρότερες κατηγορίες που θα έπρεπε να είχαν διατυπωθεί εξαιτίας πρωτίστως του θεσμοκτόνου αυταρχισμού αλλά και του φαρισαϊκού ποινικού λαϊκισμού αυτής της θλιβερής κυβέρνησης.

Αυτά τα δύο χαρακτηριστικά γνωρίσματα, δηλαδή του αυταρχισμού και του λαϊκισμού αντανακλώνται ξεκάθαρα στο υπό ψήφιση νομοσχέδιο.

Τούτο προκύπτει πρωτίστως από την γενικότερη τιμωρητική φιλοσοφία που διαπνέει τους αόρατους νομικούς φωστήρες αυτού του νομοσχεδίου,

οι οποίοι εν έτει 2024 ανακάλυψαν ξαφνικά την παιδαγωγική και σωφρονιστική επίδραση του εγκλεισμού στις τριτοκοσμικές «χωματερές» της Ελλάδας!

Πέρα από τις καταδικαστικές αποφάσεις που έχει εκδώσει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για την απάνθρωπη κατάσταση που επικρατεί στις ελληνικές φυλακές, στην Ετήσια Ειδική Έκθεση 2020-2021 του Εθνικού Μηχανισμού Πρόληψης των Βασανιστηρίων της Κακομεταχείρισης, διαβάζουμε ότι:

«Η κατάσταση στους χώρους εγκλεισμού της Ελλάδας εξακολουθεί να μην είναι ικανοποιητική, οι δε βασικές παθογένειες είναι χρόνιες και επίμονες:
• συχνή διαπίστωση υπερπληθυσμού,

• ανεπάρκεια προσωπικού,

• ελλείμματα σε αναγκαίες υπηρεσίες,

• περιορισμένες δυνατότητες ψυχαγωγίας,

• εκπαίδευσης,

• απασχόλησης και κατάρτισης για τους κρατούμενους,

• ακαταλληλότητα χώρων,

• εξακολούθηση εφαρμογής μη ενδεδειγμένων πρωτοκόλλων στη μεταχείριση των ψυχικά πασχόντων».

Κι όμως, η κυβέρνηση δεν είχε το παραμικρό πρόβλημα να έρχεται σήμερα και να αντιγράφει παρωχημένες ιδέες καταστολής που δοκιμάστηκαν σε άλλες χώρες και πρωτίστως στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, αλλά τώρα πια είναι γνωστό ότι όχι μόνο δεν απέδωσαν αλλά αντιθέτως συνέβαλαν στην αύξηση της εγκληματικότητας.

Για πολιτικούς, όμως, σαν αυτούς που διαθέτει η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, το μόνο που έχει σημασία είναι να εφαρμόζεται κατά γράμμα η πιο κρίσιμη συμβουλή των επικοινωνιολόγων τους (προφανώς αμερικανικής προελεύσεως), δηλαδή ότι:

«η σκληρή στάση απέναντι στο έγκλημα πουλάει».
Σε ό,τι αφορά τη χορήγηση αναστολής της ποινής τόσο σε πλημμελήματα όσο και κακουργήματα πρέπει να παραδεχθούμε ότι η Ελλάδα, παρά τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει τις τελευταίες δεκαετίες, διέθετε ένα ποινικό και σωφρονιστικό σύστημα αρκετά προοδευτικό και επιεικές για τους εμπλεκόμενους σε αυτό.

Αυτό το πνεύμα επιείκειας είναι αναγκαίο για τα ελληνικά δεδομένα, ενόψει της ιδιαίτερης δικομανίας που επικρατεί σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού και της συχνής προσφυγής των πολιτών στη δικαιοσύνη, η οποία στις περισσότερες περιπτώσεις μπορεί να αποφευχθεί.

Η υφιστάμενη δυνατότητα των ποινικών δικαστηρίων να αναστείλουν εύκολα τις ποινές των πλημμελειοδικείων, ήταν μια σανίδα σωτηρίας των κατηγορουμένων, οι οποίοι εμπλέκονταν στην ποινική διαδικασία. Χωρίς αυτή τη δυνατότητα χορήγησης αναστολής, θα έπρεπε να κληθούν είτε να πληρώσουν χρηματικά ποσά τα οποία δεν είχαν, είτε να εκτίσουν τις ποινές που τους επιβάλλονταν.

Με την αυστηροποίηση των όρων χορήγησης της αναστολής και την επανεισαγωγή του θεσμού της μετατροπής της ποινής σε χρήμα, πλήθος πολιτών που καταδικάζονται σε πλημμελήματα θα οδηγηθούν στη φυλακή για την έκτιση των ποινών τους.

Αφού μετά βεβαιότητος δεν θα μπορούν να πληρώσουν τα ποσά που επιβάλουν τα ποινικά δικαστήρια για τη μετατροπή των ποινών.

Το αποτέλεσμα της εφαρμογής αυτού του νομοσχεδίου μπορεί να έχει κάποια εισπρακτικά οφέλη για το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, αλλά θα φέρει σε πλήρες κοινωνικό και προσωπικό αδιέξοδο πολλούς συμπολίτες μας, οι οποίοι για ήσσονος σημασίας ποινικά αδικήματα θα βρίσκονται έγκλειστοι σε φυλακές, καταντώντας έρμαια των βαρυποινιτών που υπάρχουν σε αυτές.

Αν συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού χρωστάει στις τράπεζες ή στο δημόσιο, και συνήθως αυτοί οι πολίτες είναι πιο ευάλωτοι στην ποινική δίκη, αλλά και πιο εύκολο να βρεθούν κατηγορούμενοι σε ποινικό δικαστήριο, λόγω των νομικών εμπλοκών τους που οφείλονται στα χρέη τους.

Αντιλαμβάνεται κανείς σε πόσο δεινή θέση θα βρεθούν μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου οι ήδη δυστυχείς πολίτες της χώρας μας.

Συγκεκριμένα, με το άρθρο 8 του εισφερόμενου από το Υπουργείο Δικαιοσύνης σχεδίου νόμου, καταργείται η παλιά διάταξη του άρθρου 57 του Ποινικού Κώδικα και διαμορφώνεται
ως εξής:

«Αν δεν ορίζεται διαφορετικά σε ειδικές διατάξεις, η χρηματική ποινή δεν μπορεί να είναι:

α. κατώτερη από 300 ευρώ και ανώτερη από 40.000 ευρώ για πλημμελήματα,

β. κατώτερη από 5.000 ευρώ και ανώτερη από 120.000 ευρώ για κακουργήματα», πράγμα που σημαίνει ότι ακόμη και για τα πλημμελήματα, δηλαδή για χιλιάδες υποθέσεις που εκκρεμούν, πολλές φορές για ασήμαντες αιτίες στα δικαστήρια, τα τελευταία θα έχουν τη δυνατότητα να επιβάλλουν κατά την κρίση τους χρηματική ποινή 300 έως 40.000 ευρώ.

Ως προς τα κακουργήματα, με τα οποία έχει βρεθεί αντιμέτωπο πλήθος πολιτών, λόγω κυρίως της διεύρυνσης των κακουργημάτων που έχουν θεσπιστεί τα τελευταία χρόνια στην χώρα μας, οι χρηματικές ποινές θα ξεκινάνε από 5.000 ευρώ!

Είναι φανερό ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων δεν έχει να καταβάλει τέτοια ποσά.

Επομένως, θα είναι ορατός πλέον ο κίνδυνος εγκλεισμού τους στην φυλακή ακόμη και για απλές τροχαίες παραβάσεις.

Όλα αυτά σημαίνουν ότι με συνοπτικές διαδικασίες χτίζεται στην Ελλάδα ένα κράτος φυλακών, που θυμίζει καθεστώτα άλλων περιοχών και άλλων εποχών.

Αν σκεφτούμε ότι η ίδια κυβέρνηση ποινικοποίησε ακόμη και την ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών σε περίοδο καραντίνας, ή τη δυνατότητα ορισμένων.

Κυρίως υγειονομικών κλάδων, να απορρίπτουν την ιδέα του πειραματικού εμβολιασμού τους, δεν είναι δύσκολο να αντιληφθούμε ότι το προετοιμαζόμενο αυτό νομικό πλαίσιο θα γίνει εργαλείο επιβολής και αθρόου εγκλεισμού σε φυλακές, όλων εκείνων των πολιτών που δεν θα συμμορφώνονται με τα εκάστοτε κυβερνητικά κελεύσματα.

Κυρίες και κύριοι, δεν έχει νόημα να αναφερθώ διεξοδικά και στις λοιπές παθογένειες αυτού του άκρως προβληματικού και επικίνδυνου νομοσχεδίου, διότι οι αντιδράσεις, που έχουν ήδη εκδηλωθεί κατά τη διάρκεια της σχετικές διαβούλευσης.

Αλλά και από το σύνολο της επιστημονικής κοινότητας καθώς και από μεγάλο αριθμό δικαστικών λειτουργών, ήταν ιδιαίτερα έντονες και εμπεριστατωμένες.

Θεωρώ, όμως, ότι αξίζει να σταθώ σε μία ακόμη θλιβερή καινοτομία του υπό ψήφιση νομοσχεδίου που ρίχνει ακόμη περισσότερο φως στον αυταρχισμό αυτής της κυβέρνησης.

Αναφέρομαι στην διάταξη του άρθρου 215 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, στο οποίο προστέθηκε παράγραφος 5, με το
εξής περιεχόμενο:

«Αστυνομικοί και λοιποί προανακριτικοί υπάλληλοι που έχουν καταθέσει στην προδικασία δεν καλούνται στο ακροατήριο αλλά αναγιγνώσκονται οι καταθέσεις τους.

Ο εισαγγελέας ή το δικαστήριο αιτιολογημένα, μπορούν κατ’ εξαίρεση να παραγγείλουν την κλήτευση αν η εξέτασή τους με τεχνολογικά μέσα σύμφωνα με το άρθρο 238Α όπου είναι εφικτό, ή με φυσική παρουσία τους στο ακροατήριο είναι αναγκαία για την ασφαλή διάγνωση της κατηγορίας.
Σε κάθε περίπτωση, τα πρόσωπα του πρώτου εδαφίου καλούνται από τον εισαγγελέα, αν η πράξη αφορά κακούργημα και το ζητήσει ο κατηγορούμενος εντός προθεσμίας πέντε (5) ημερών από την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσης στο ακροατήριο».

Με αυτήν την διάταξη, που πρέπει να διεκδικεί όχι μόνο πανευρωπαϊκή αλλά και παγκόσμια πρωτοτυπία.

Η αυταρχική κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας σπεύδει να θέσει στο εξεταστικό απυρόβλητο τους μάρτυρες εκείνους από τους οποίους ξεκινά η ποινική διαδικασία εις βάρος του κατηγορουμένου.
Προστατεύοντάς τους κατά τρόπο αδικαιολόγητο έναντι άλλων δημοσίων υπαλλήλων αλλά και των υπόλοιπων πολιτών που έχουν καθήκον μαρτυρίας.

Σε μια χώρα που τα σημάδια δείχνουν ότι κατέχει τα πρωτεία στην διαφθορά και στην κρατική αυθαιρεσία, η γυναίκα του Καίσαρα θα πρέπει όχι μόνο να είναι αλλά και να φαίνεται τίμια.

Και ο Καίσαρας θα πρέπει πρωτίστως να σέβεται το ιερό δικαίωμα του κατηγορουμένου να εξετάζει τους μάρτυρες της κατηγορίας, όπως αυτό αναγνωρίζεται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Όταν, όμως, το δικαίωμα υποβιβάζεται σε εξαίρεση, όπως συμβαίνει πλέον μετά την προσθήκη που εμπνεύσθηκαν οι αόρατοι νομικοί φωστήρες, τότε εκφυλίζεται σε ψευτοδικαίωμα, αφού αποδυναμώνεται αισθητά η κατοχύρωσή του και άρα ή αξία του.

Και δεν χρειάζεται ιδιαίτερη σοφία για να αντιληφθούμε ότι μια έννομη τάξη που θεσπίζει ψευτοδικαιώματα είναι μια ψευτοδημοκρατία και ένα κράτος δικαίου που υπάρχει μόνο «στα χαρτιά».

Επίσης, ως κατ’ εξαίρεσιν αναγνωριζόμενο δικαίωμα, δεν εξηγείται για ποιον λόγο το αίτημα εξέτασης του αστυνομικού ή άλλου προανακριτικού υπαλλήλου θα πρέπει να υποβληθεί τόσο
πρώιμα.
Τι εξυπηρετεί αυτή η ασφυκτική προθεσμία των 5 ημερών, που προκαλεί ένα ιδιαιτέρως επαχθές βάρος στον κατηγορούμενο;

Θα ήθελα να κλείσω την ομιλία μου θυμίζοντας στην κυβέρνηση ότι το αυταρχικό ξήλωμα του φιλελεύθερου Ποινικού Κώδικα του 2019 άρχισε με τον Ν. 4855/2021, ο οποίος υποτίθεται ότι στόχευε στην «αποκατάσταση της πεποίθησης ότι κανένα έγκλημα δεν παραμένει ατιμώρητο».

Ο στόχος αυτός συνοδευόταν από την εξής υποκριτική υπόσχεση:

«να έχουμε ένα πραγματικό κράτος δικαίου, που, βεβαίως, να κρατάει τις βασικές αρχές της νομικής επιστήμης, αλλά ταυτόχρονα να κάνει και τον πολίτη να αισθάνεται ασφαλής».

Ωστόσο, από την αυστηροποίηση που επήλθε με εκείνον τον νόμο μέχρι σήμερα τα πράγματα όχι μόνο δεν άλλαξαν, αλλά αντιθέτως χειροτέρευσαν:

Διότι και το έγκλημα δεν καταπολεμήθηκε αλλά και το κράτος δικαίου βυσοδομήθηκε.

Μια κυβέρνηση, όμως, που εφαρμόζει εμμονικά και αλαζονικά την ίδια αποτυχημένη φαρμακευτική αγωγή, η οποία όχι μόνο δεν αναχαιτίζει την ασθένεια, αλλά την πολλαπλασιάζει, σημαίνει ότι έχει μετατραπεί σε έναν εφιαλτικό κακοποιητή για τον πολίτη».

Μετάβαση στο περιεχόμενο