Το Νοέμβριο του 1826 ύστερα από πέντε χρόνια σκληρών αγώνων για την απελευθέρωση της πατρίδας, η επανάσταση βρισκόταν σε μια κρίσιμη καμπή. Στην Πελοπόννησο, ο Ιμπραήμ ήταν κυρίαρχος και η Στερεά Ελλάδα βρισκόταν στο έλεος του Κιουταχή. Το Μεσολόγγι, είχε πέσει μετά από μια μακρά περίοδο πολιορκίας και αμέσως μετά ο Κιουταχής εισέβαλλε στην Αττική. Εκείνη την κρίσιμη για το έθνος χρονική στιγμή, ο πρόεδρος της επαναστατημένης κυβέρνησης Ανδρέας Ζαΐμης, ανέθεσε την αρχιστρατηγία της Ρούμελης στον ικανότερο κατά γενική ομολογία Έλληνα οπλαρχηγό της Στερεάς Ελλάδας, Γεώργιο Καραϊσκάκη, παραμερίζοντας τις όποιες κόντρες υπήρχαν ανάμεσα τους προς χάριν της πατρίδος (κάτι που δυστυχώς ελάχιστες φορές έχει γίνει μέχρι σήμερα, διότι οι περισσότεροι πολιτικοί άντρες και ηγέτες βάζουν τα προσωπικά πάνω από τα εθνικά συμφέροντα).
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, πήρε την απόφαση να κινηθεί εναντίον των εχθρικών φρουρών της Στερεάς Ελλάδας, προσπαθώντας να ανακόψει τα σημεία ανεφοδιασμού του εχθρού με δύναμη 2 χιλιάδων πεζών και 64 ιππέων.
Η πρώτη σύγκρουση με τις δυνάμεις του εχθρού ήταν στη Δόμβραινα. Εκεί οι δυνάμεις των Οθωμανών, πολιορκήθηκαν από τους άντρες του Έλληνα οπλαρχηγού χωρίς κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα με την πολιορκία να λύνεται στις 14 Νοεμβρίου. Ο Καραϊσκάκης γνωρίζοντας ότι οι εχθρικές δυνάμεις θα κινηθούν προς την Αράχωβα, απέστειλε 500 άντρες προς την πόλη δίνοντας εντολή να καταλάβουν οχυρά μέρη και ταυτόχρονα τοποθέτησε διάφορες σκοπιές σε διάφορα σημεία, ώστε να υπάρχουν οι απαραίτητες πληροφορίες για τις κινήσεις του εχθρού. Το πρωί της επόμενης ημέρας, οι Τούρκοι χωρίστηκαν σε δύο σώματα και κινήθηκαν προς την πόλη της Αράχωβας. Οι Τούρκοι έχοντας πληροφορίες ότι οι Έλληνες έχουν οχυρωθεί στα σπίτια της πόλης δεν επιχείρησαν να εισέλθουν στη πόλη, άλλα εγκαταστάθηκαν στα υψώματα πέριξ της πόλης. Το κρύο και το χιόνι συνέβαλαν καθοριστικά στην έκβαση της Μάχης.
Οι Έλληνες είχαν βρει καταφύγιο στα σπίτια της πόλης, ενώ οι Οθωμανοί είχαν αρκετές απώλειες εκτεθειμένοι στα υψώματα και περικυκλωμένοι από όλες τις πλευρές. Όταν μαθεύτηκε η περικύκλωση του στρατεύματος του Μουστάμπεη, επιχειρήθηκε από σώμα 1500 ατόμων η ενίσχυση του ωστόσο οι Έλληνες απέκρουσαν αποφασιστικά την επίθεση των Οθωμανών στο Ζεμενό.
Ύστερα από 6 μέρες παραμονή των Τούρκων στο κρύο και στις κακουχίες, στις 24 Νοεμβρίου ζητήθηκε από τους Έλληνες συνθήκη για να αποχωρήσουν. Ο Καραϊσκάκης, απαίτησε να κρατήσει ως ομήρους τον Μουσταφάμπεη και τον Κεχαγιάμπεη. Οι Τούρκοι αρνήθηκαν μη μπορώντας όμως να παραμείνουν για αρκετό χρονικό διάστημα στην περιοχή λόγων καιρικών συνθηκών, επιχείρησαν να διαφύγουν. Οι Έλληνες αντιλαμβανόμενοι αυτή την απόπειρα, βγήκαν από τα σπίτια στα οποία είχαν οχυρωθεί επιτέθηκαν αποφασιστικά εναντίων των Τούρκων πετυχαίνοντας ίσως τη μεγαλύτερη Νίκη του Αγώνα (μαζί με τη Μάχη των Δερβενακίων). Η καταδίωξη εξελίχθηκε σε συντριβή των Τούρκων. Οι απώλειες των Οθωμανών, έφτασαν τα 600 άτομα ενώ αρκετοί συνελήφθησαν ως αιχμάλωτοι. Από το σώμα των Οθωμανών που αριθμούσε 2200 άτομα σώθηκαν μόνο 200 οι περισσότεροι σε πολύ κακή κατάσταση λόγω των άθλιων καιρικών συνθηκών.
Ο Καραϊσκάκης, έδωσε την διαταγή να στηθεί μια πυραμίδα αποτελούμενη με τα κεφάλια των νεκρών Οθωμανών. Πάνω σε μια πέτρα έγραψε «Τρόπαιο Ελλήνων κατά των βαρβάρων» βάζοντας στα 2 άκρα της πέτρας τα κεφάλια του Μουσταφάμπεη και του Κεχαγιάμπεη. Η επιλογή να δοθεί η αρχιστρατηγία στον Γεώργιο Καραϊσκάκη από τον Ανδρέα Ζαΐμη, παραμερίζοντας τις όποιες προσωπικές τους διαφορές υπέρ του συμφέροντος της Ελλάδος είναι αυτή που οδήγησε στον μεγάλο αυτό θρίαμβο.
Το δίδαγμα λοιπόν που μας δίνει αυτή η ιστορική καταγραφή, είναι ότι μόνο αν βάζουμε το συλλογικό συμφέρον πάνω από το προσωπικό μπορούμε να καταφέρουμε υψηλά πράγματα για την Ελλάδα μας.